- μεταλλευτικός
- -ή, -ό (Α μεταλλευτικός, -ή, -όν) [μεταλλεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα»)2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν. τέχνη)η τέχνη τής ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων.επίρρ...μεταλλευτικῶς (Μ)με μεταλλευτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.